αναλίγωμα

αναλίγωμα
το, -ατος
εξάντληση των σωματικών δυνάμεων, ατονία, λιγούρα: Έχω ένα αναλίγωμα που κοντεύω να πέσω κάτω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αναλίγωμα — το [αναλιγώνω] 1. η μεταβολή στερεής λιπαρής ουσίας σε υγρή, λόγω θερμότητας, τήξη, λειώσιμο 2. αίσθημα παροδικής εξασθένησης τών σωματικών δυνάμεων, που προκαλείται από πείνα, ηδονή κ.ά., ζαλάδα, λίγωμα …   Dictionary of Greek

  • αναλιγώνω — λίγωσα, λιγώθηκα, λιγωμένος 1. μτβ., προκαλώ σε κάποιον αναλίγωμα, σφοδρή επιθυμία: Το χαμόγελό της τον αναλίγωσε. 2. αμτβ., νιώθω λιγούρα ατονία: Έχω αναλιγωθεί από την πείνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”